ζωοκλοπή — η κλέψιμο ζώων: Καταδικάστηκε για ζωοκλοπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωοκλοπία — η βλ. ζωοκλοπή … Dictionary of Greek
κτηναφαίρεσις — κτηναφαίρεσις, ἡ (Μ) κλοπή κτηνών, ιδίως βοσκημάτων, ζωοκλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἀφαίρεσις] … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
πατάσσω — πάταξα, πατάχτηκα 1. χτυπώ, τιμωρώ αυστηρά: Να παταχτεί κάθε αταξία. 2. νικώ, εξοντώνω, καταστέλλω: Πατάχτηκε η ζωοκλοπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)